- Εὐκράτης
- Εὐκράτηςmasc acc pl (attic epic doric)Εὐκράτηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Εὐκράτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευκράτης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ε. ο Νικηράτου (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, αδελφός του Νικία, μέλος της μερίδας που αντιτάχτηκε στους πιεστικούς όρους της Σπάρτης μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς. Θανατώθηκε από τους Τριάκοντα τυράννους … Dictionary of Greek
Εὐκράτει — Εὐκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐκράτεϊ , Εὐκράτης masc dat sg (epic ionic) Εὐκράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκράτη — Εὐκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Εὐκράτης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκράτην — Εὐκράτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκράτους — Εὐκράτης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔκρατες — Εὐκράτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… … Dictionary of Greek
ευκρατώς — εὐκρατῶς (Α) επίρρ. στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο *ευκρατής] … Dictionary of Greek
θυμάρι — (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24… … Dictionary of Greek